ἀδηφαγῶν

ἀδηφαγῶν
ἀδηφαγέω
to be greedy
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀδηφάγων — ἀδηφάγος gluttonous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυτισκίδες — (dytiscidae). Οικογένεια εντόμων που αποτελείται από υδρόβια, σαρκοφάγα έντομα, τα οποία ζουν σε έλη, σε ποταμούς και σε λίμνες. Συνήθως έχουν μακρύ (2 3 εκ.), ελλειπτικό σώμα, με λεία επιφάνεια, σαγόνια σε σχήμα δρεπανιού, ενώ τα πίσω πόδια τους …   Dictionary of Greek

  • αλιπλίδες — (haliplidae). Οικογένεια αδηφάγων κολεοπτέρων εντόμων. Το πιο γνωστό είδος είναι το άλιπλο. Το έντομο αυτό ζει σε διάφορες περιοχές του πλανήτη μας, κυρίως όμως στην Ευρώπη, σε γλυκά και υφάλμυρα νερά. Είναι μικρό σε μέγεθος (0,75 έως 1 εκ.) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”